Η θύμιση είναι καθήκον!


''Αχ και να 'χαμε το 1/100 από όλα αυτά που τρώμε σήμερα, τότε στην κατοχή'', είναι η συνηθισμένη φράση της μητέρας μου μια τέτοια μέρα κάθε χρόνο που μαζευόμαστε η οικογένεια για φαγητό, 4 γενιές πια!!!
Κάθε χρόνο τέτοια μέρα, η συζήτηση γυρνά στα χρόνια της κατοχής, τότε που οι γονείς μου, παιδάκια 12-13 ετών γνώρισαν τους κατακτητές και την πείνα.
Κάθε χρόνο τέτοια μέρα, αφήνουμε τον παππού και τη γιαγιά να διηγούνται εικόνες που έζησαν και που μόνο  στα βιβλία διαβάζουμε. Τους αφήνουμε και ας λένε τις ίδιες ιστορίες κάθε χρόνο, και ας μελαγχολούν για τόσες θύμησες που περιέχουν πόνο, στέρηση και φόβο.
''Εμείς δεν γνωρίσαμε την πείνα'', θυμάται ο πατέρας μου. ''Φυσικά στα χωριά δεν πεινάσατε, για ρώτα και εμάς στις πόλεις'', τον διακόπτει  η μητέρα μου γέννημα θρέμμα του Πειραιά.
''Το σπίτι μας ήταν στην μέση μιας μεγάλης πλατείας'',  θυμάται και γίνεται το μικρό κοριτσάκι που τα έζησε όλα αυτά. Το βλέπεις στα μάτια της, το ακούς στον τόνο της φωνής της, το νιώθεις στον αέρα που κάθε φορά ''βαραίνει'' από τις εικόνες που ξεπηδούν από τη διήγησή της.
''Όταν λέμε πλατεία, μη φανταστείτε μια σημερινή πλατεία. Μια τεράστια αλάνα ήταν, ένα χωράφι με πατημένο χώμα που δεν φύτρωνε τίποτε. Εκεί ήλθε και στρατοπέδευσε μια μονάδα Γερμανών''. 
-Φοβηθήκατε μαμά
-Και ποιος δεν φοβόταν; Εμείς παιδιά ήμασταν και κοιτούσαμε περίεργα. Αλλά όταν βλέπεις τη μάνα σου να σε τραβά μέσα στο σπίτι, να κλείνει πόρτα και παράθυρα και να αφουγκράζεται,...  δεν μπορεί, θα φοβηθείς και ας μη καταλαβαίνεις και πολλά. Βλέπετε στα 13 μου δεν ήμουν σαν τα σημερινά παιδιά που τα ξέρουν όλα. 
''Η πείνα ήταν τόσο μεγάλη που περνούσαμε τις ώρες μας παρακολουθώντας από μακριά, το μάγειρα των Γερμανών να μαγειρεύει στην κουζίνα που έστησαν εκεί. Οι μυρωδιές μας τρέλαιναν, αλλά δεν μας έδιναν τίποτε. Κάποια μπομπότα έκλεβα που και που και την πήγαινα στο σπίτι με χαρά γιατί θα τρώγαμε κάτι και ούτε οι φωνές της μάνας μου που τραβούσε τα μαλλιά της γιατί ''αν σε πιάσουν παιδάκι μου θα σε τουφεκίσουν''!!! 
Η αφήγησή της είναι σκόρπιες εικόνες, με μας να παρακολουθούμε αλλά και να διακόπτουμε για να ελαφρύνει η ατμόσφαιρα. Πάντα τα ίδια ακούμε και πάντα περίπου τα ίδια ρωτάμε! 
Η μαμά συνεχίζει.....''Ήλθε μια μέρα, όταν είχαν τακτοποιηθεί οι Γερμανοί, ένας διερμηνέας και ένας στρατιώτης- μπορεί και αξιωματικός, πού να ξέρω;- και ρώτησε τη μάνα μου αν μπορούσε να πλένει του αξιωματικού της μονάδας τα ρούχα κάθε μέρα...
-Τι να πω; ρώτησε τον διερμηνέα η μητέρα μου
-Να πεις ναι κυρά μου, σκέψου τα παιδιά σου. 
Και έγινε η πλύστρα του αξιωματικού των Γερμανών, και δώστου και έτριβε μπας και δεν καθαρίσει καλά κάτι και ποιος ξέρει πώς θα αντιδρούσε αν δεν έμενε ικανοποιημένος ο κατακτητής! 
-Τουλάχιστον θα τρώγατε πλέον, της είπαμε την πρώτη φορά που ακούσαμε την ιστορία.
Έκτοτε το έλεγε μόνη της χωρίς να ερωτηθεί: ''Τουλάχιστον να τρώγαμε, κάτι θα γινόταν. Μια μερίδα από το συσσίτιο ήταν αυτό που έπαιρνε η μητέρα μου κάθε μέρα. Για ποιον να φτάσει μια μερίδα; Και νομίζετε ότι ήταν κρέας ή έστω κάτι που να χορτάσει τα 4 παιδιά της; Όχι...δεν έφτανε φυσικά  και ο πατέρας μου, είχε πρηστεί πάρα πολύ από την πείνα!''
-Μα τι τρώγατε; 
-Χόρτα από τον απέναντι λόφο που μάζευε η μάνα, τα έβραζε και τα τρώγαμε σκέτα μια και δεν υπήρχε τίποτε.
Φυσικά, όλα όσα παρήγαγε το κατεχόμενο και μισοκατεστραμμένο κράτος μας πήγαινε στους κατακτητές! 
''Αν ήταν κατάλληλος ο καιρός, πήγαινα μέχρι τη θάλασσα και μάζευα πεταλίδες από τα βραχάκια. Αλλά δεν είχε πάντα. Τις περισσότερες ημέρες'', θυμάται και εγώ κάθε φορά ανατριχιάζω στη σκέψη και μόνο, '' συναγωνιζόμαστε με τα παιδιά της γειτονιάς πιο θα προλάβει να πηδήξει πρώτο στον σκουπιδοτενεκέ των Γερμανών!''
Λεμονόκουπες, ήταν το κύριο πιάτο που δεν έλειπε από το τραπέζι κανενός!  
-Πώς τις τρώγατε;
-Όταν πεινάς τα πάντα τρως... Τις καθαρίζαμε γύρω γύρω και τρώγαμε το μέσα. Μια φορά βρήκα μισό σαλάμι. Πω πω χαρές που έκανα! Είχε μια μούχλα αλλά η μάνα το καθάρισε και μας φάνηκε λουκούμι. Καμιά φορά βρίσκαμε και πατάτες μισοχαλασμένες και τις παίρναμε στις τσέπες μας, ανάμεσα σε τσακωμούς με τ' άλλα παιδιά για το ποιος θα πάρει τις περισσότερες. Η μάνα τις καθάριζε και τις έβραζε για να φάμε την άλλη μέρα! ''
''Θυμάμαι ένα νέο παλικάρι στη γειτονιά μας, ψηλός και εμφανίσιμος που είχε μείνει μισός από την πείνα. Έπαθε φυματίωση και πέθανε μέσα στις αιμοπτύσεις''! 
Αχ τι πέρασε αυτός ο τόπος! 
''Κάποια φορά'', θυμάται η μητέρα μου,'' ένας Γερμανός ήλθε μεθυσμένος μαζί με έναν άλλο στρατιώτη και ζητούσε την αδελφή μου. Βλέπετε η θεία σας ήταν 16 ετών τότε, ψηλή και όμορφη παρόλο που ήταν αδύνατη! Η μάνα μας τους είπε ότι δεν ήταν εδώ και έκλεισε γρήγορα την πόρτα. Σαν να ήξερε τι θα γινόταν, έπιασε από το χέρι την αδελφή μου και την πήγε στην κρεβατοκάμαρα. Αφού τράβηξε από κάτω κάτι κούτες με ρούχα την έσπρωξε κάτω από το κρεβάτι και έβαλε όλες τις κούτες μπροστά κάνοντας νόημα σε μας τα μικρότερα, να μη βγάλουμε κιχ!  Εν τω μεταξύ, ο Γερμανός γρονθοκοπούσε την πόρτα φωνάζοντας! Σε ποιον να αποτανθείς; Από ποιον να ζητήσεις βοήθεια; Αυτοί ήταν οι κατακτητές και ο δικός τους νόμος ήταν ο μόνος αποδεκτός''
-Και τι έγινε; Την βρήκαν τη θεία;
-Όχι παιδάκι μου, αν και μπήκε ο μεθυσμένος σπρώχνοντας τη μητέρα μου μια και δεν τη πίστεψε, έψαξε τριγύρω και δεν την είδε πουθενά. Εν τω μεταξύ τον τραβούσε και ο άλλος στρατιώτης μιλώντας του στη γλώσσα τους... Έφυγαν όπως ήλθαν, και η αδελφή μου βγήκε από την κρυψώνα της ακούγοντας τη μάνα να τη συμβουλεύει. Άλλη μια φορά ήλθαν για να τη συλλάβουν γιατί την είδαν να κλέβει το ψωμί τους. Την είδαν και τη γνώρισαν. Αλλά η μάνα μου την έσπρωξε από το παράθυρο της πίσω μεριάς να πηδήξει- όπως και έκανε- και να φύγει. Γύρισε μετά λίγες μέρες, δεν ξέρω πού κρυβόταν, δεν μιλούσαμε και πολύ. Ο χρόνος μας περνούσε ανάμεσα στα σκουπίδια των Γερμανών και στα υπόγεια που τα έλεγαν καταφύγια. Κάθε τρεις και λίγο χτυπούσαν οι σειρήνες και τρέχαμε να κλειστούμε πίσω από σακιά πολλά με ένα τσιμέντο για οροφή που σίγουρα αν έπεφτε η βόμβα θα πεθαίναμε όλοι! 
Δύσκολα χρόνια... απαίσιος που είναι ο πόλεμος! 
Και σκέψου.. κάποιοι πλούτισαν ''γδύνοντας'' στην κυριολεξία τους συμπολίτες τους για ένα μπουκάλι λάδι!! 
Σήμερα,72 χρόνια μετά, ούτε που φανταζόμαστε τέτοιες εικόνες. Κι όμως, ο οικονομικός τους πόλεμος οδηγεί πολλούς στην πείνα και την ανέχεια.Και είναι απελπιστικό να βλέπεις εικόνες ανθρώπων που ψάχνουν φαγώσιμα στα σκουπίδια. 
''Ευτυχώς που δεν ζήσατε εσείς  οι νεώτεροι τέτοιες σκηνές θλίψης και πόνου'', είναι ο επίλογος της διήγησης της μητέρας μου!
Και ας ελπίσουμε να μη ζήσουμε ούτε εμείς ούτε τα παιδιά μας τέτοιες καταστάσεις, λέω εγώ! 
Χρόνια πολλά και καλά για να θυμόμαστε!  Να θυμόμαστε ότι ο πόλεμος είναι η καταστροφή για κάθε λαό, αλλά  και η πείνα είναι το χειρότερο τέρας που μπορεί να τρομοκρατήσει και το πιο ισχυρό ον!
Σε τέτοιες περιπτώσεις, η θύμηση είναι καθήκον!




2 σχόλια:

  1. Καλώς σε βρίσκω!Το μόνο που έχω να πω, για τη συγκεκριμένη ανάρτηση είναι:RESPECT!!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Kαλώς σε βρίσκω Αρμονία. Άργησα να απαντήσω και ζητώ συγνώμη. Σήμερα μόλις, είδα το σχόλιό σου!!!!!!Τι κρίμα τόσες μέρες.........απροσεξία δική μου!
      Καλά να περνάς

      Διαγραφή