Ο ήλιος είχε αποτραβηχτεί πλέον αγκαλιά με την μέρα και είχε δώσει τη
σκυτάλη στη νύχτα με τα αστέρια της και το βασιλιά- φεγγάρι της.
Καλοκαιρινή βραδιά πλάι στη θάλασσα που ερήμωνε σιγά σιγά. Καθισμένος
πάνω στην άμμο, ''άκουγε'' την ησυχία να
απλώνεται, ενώ το μουρμουρητό του νερού του χάιδευε τις αισθήσεις.
Μπροστά σε μια θάλασσα ήρεμη που λικνιζόταν στολισμένη με το ασημί του
φεγγαριού, αγνάντευε το μεγαλείο της.
'Ώρα να γυρίσει σπίτι του,
αλλά πόσο απεχθανόταν αυτή τη στιγμή!!
Ήξερε ακριβώς την οσμή της μοναξιάς που τον περίμενε. Ήξερε το χρώμα
το γκρίζο που κυριαρχούσε σε ένα σπίτι έρημο, γεμάτο από χαρτιά γραμμένα στον
υπολογιστή, τόμοι ολόκληροι που περίμεναν να αναγνωριστούν, αλλά που είχαν
γνωρίσει μόνο την απαξίωση.
Ήταν η δουλειά του, το όνειρό του, τα δικά του έργα γραμμένα με μεράκι
και ''αλάνθαστο κριτήριο'' όπως του είχε πει-τότε- ο καθηγητής του.
Πάντα έγραφε, από μικρό παιδί γέμιζε τετράδια με δικές του ιστορίες.
Συμμετείχε σε διαγωνισμούς, διέπρεψε σε πολλούς, πήρε γνώμες από ειδικούς για
τα γραπτά του και πάντα, μα πάντα, οι γνώμες ήταν ομόφωνα θετικές στη ικανότητά
του να γράφει, να ''συνεπαίρνει'' τον αναγνώστη.
Εξήραν τη δομή και το ύφος των μυθιστορημάτων του, την πρωτοτυπία τους, τη γλώσσα
που χειριζόταν τέλεια... θα διαπρέψεις
του έλεγαν.
Αλλά τόσα χρόνια μετά, κανένας εκδοτικός οίκος δεν δεχόταν να εκδώσει
έστω ένα βιβλίο του.
Και τι δεν θυσίασε για να κάνει πραγματικότητα το όνειρό του!
Θυσίασε εκείνη!
Μια τέτοια βραδιά, γαλήνια και ζεστή, ήταν που της μίλησε για τη ζωή
τους. Για τη δουλειά που είχε και που δεν τον γέμιζε. Για το όνειρο του που
είχε αφήσει να αραχνιάζει στα ράφια του ''ΘΑ''. Της ζήτησε να δεχθεί να μείνει
μαζί του, να ζει όπως εκείνη ήθελε, αλλά εκείνος θα ζούσε με το μικρό του
εισόδημα που του επέτρεπε να ασχοληθεί με το γράψιμο. Είχε τόσες εμπνεύσεις! Χρόνο ήθελε και δικές του στιγμές για να γράφει.
Και οι φίλοι; Οι κοινωνικές τους υποχρεώσεις; Η άνετη ζωή που τους
πρόσφερε η δουλειά του καθένα τους; Η ψυχαγωγία; Οι διασκεδάσεις; Καταιγισμός ερωτήσεων ήταν ο αντίλογος.
Θα προσπαθούσαν... θα έβρισκαν τη χρυσή τομή. Αλλά δεν τη βρήκαν...
και έμεινε μόνος! Δεν άντεξε φαίνεται τις συνεχείς αποτυχίες του. ''Δοκίμασες''
του είπε, '' σταμάτα τώρα και ας γυρίσουμε στις πρότερες ζωές μας''... α, ο
καβγάς τους ήταν μεγαλειώδης και το αποτέλεσμα; Να μείνει μόνος με την
κατάθλιψη που τον φλέρταρε.
Ο καιρός περνούσε και το μόνο που
κατάφερε ήταν να βγει από το
λήθαργο του μαύρου πέπλου. Να ξαναπάρει τη ζωή στα χέρια του. Δεν ήταν λίγο,
αλλά το σήμερα τον βρήκε να έχει τόσα βιβλία υπό έκδοση και κανέναν εκδότη να
τα βρίσκει ''αρκετά καλά για να φέρουν κέρδη''!!
Οι μέρες περνούσαν με τρέξιμο. Να χτυπά πόρτες. Να αφήνει το βιβλίο
του για να διαβαστεί. Να περιμένει την απάντηση. Να μένει ξάγρυπνος, να κάνει
όνειρα ότι επιτέλους αυτήν τη φορά θα είναι η αρχή. Και στο τέλος, ξανά να
μένει ξάγρυπνος επειδή ούτε αυτήν τη φορά είχε γίνει η αρχή. Και μετά πάλι γράψιμο, νέα έμπνευση, νέες ελπίδες!
Πώς να γυρίσει σπίτι; Σε ποιον να μιλήσει; Οι φίλοι απλά του
χαμογελούσαν συγκαταβατικά με τις αποτυχίες του. Τον θεωρούσαν...τι; Ψωνισμένο που πιστεύει ότι έχει ταλέντο ;
Ονειροπαρμένο που κυνηγά αυτό που αγαπά; Ας λένε...
Έκλεισε την πόρτα του χθες!
Κι όμως τα ζευγάρια που
περπατούσαν χέρι χέρι, οι οικογένειες που γελούσαν συζητώντας, οι φίλοι που τα
έπιναν φλερτάροντας, ήταν εικόνες που του τσίμπαγαν την καρδιά.
Τώρα τελευταία αυτή η μοναξιά του τον πλήγωνε.
Μιλούσε με τους ανθρώπους του
χωριού του, εκεί που το πατρικό του του
πρόσφερε τη γαλήνη που χρειαζόταν για να γράψει κάθε φορά το ''αριστούργημα που
θα γινόταν μπεστ σέλερ''. Μα δεν ήταν
αρκετό. Ασχολιόταν με τον κήπο του, μα δεν ήταν ούτε αυτό αρκετό. Ακόμη και οι βόλτες στη θάλασσα που τόσο λάτρευε, του άφηναν στο τέλος μια αλμύρα στις σκέψεις του που τον βασάνιζαν.
Συνέχιζε να είναι μόνος, με τόσα όνειρα ανεκπλήρωτα.
Τι ειρωνεία!!! Αυτό που τόσο
αγαπούσε παρέμενε όνειρο. Ναι, έγραφε ασταμάτητα, αλλά μόνος έγραφε, μόνος τα
διάβαζε. Ίσως αν έγραφε σε ένα έντυπο... ίσως, αν διαβάζονταν τα διηγήματά του.
Μια ευκαιρία ήθελε. Μόνο μία. Και δεν
του έδινε κανείς καμιά.
Κι αυτή η βραδιά θα περνούσε με ξενύχτι, αφού είχε δώσει ένα νέο έργο
του να το εκτιμήσουν. Να του πουν αν θα
εκδοθεί. Περίμενε από μέρα σε μέρα, από ώρα σε ώρα να χτυπήσει το τηλέφωνο, να
μάθει. Και ως ότου έλθει εκείνη η ώρα, ο ύπνος είχε μεταναστεύσει από το
σπιτικό του. Ούτε να γράψει μπορούσε. Αυτές τις στιγμές μόνο να ονειρευτεί
μπορούσε αλλά και πάλι κρατούσε το χαλινάρι της φαντασίας του κοντό. Κοντά
όνειρα είναι καλύτερα από πεθαμένα όνειρα, έλεγε.
Περπάτησε κατά μήκος της θάλασσας. Τα αστέρια τρεμόπαιζαν ψηλά στο
στερέωμα φωτίζοντας το δρόμο του.
Τα πόδια του βούλιαζαν μέσα στην άμμο. Το μυαλό σε εγρήγορση, φώναζε
ότι κουραζόταν άδικα.
Η καρδιά χτυπούσε δυνατά. Μην το ακούς , προχώρα!
Να τα παρατήσει; Μήπως δεν το σκέφτηκε; Σκέφτηκε και το ''σου το ‘λεγα εγώ, δεν άκουγες'' των
παλιών ''αγαπημένων φίλων''!
Πείσμωνε με τις τόσες απογοητεύσεις.Είχε εμπιστοσύνη στην πένα του,
στο μυαλό του, στις ικανότητές του.
Θύμωνε όμως που δεν έδειχναν να τις αναγνωρίζουν οι άλλοι. Μήπως είχαν
εκείνοι δίκιο; Μήπως δεν ήταν αρκετά καλός;
Μα ξαναπάλευε! Κάθε φορά, μα κάθε φορά.
Αυτή η φορά θα ήταν η
τελευταία, το είπε δυνατά να το ακούσει, να πεισθεί. Θα περίμενε. Αν αποτύγχανε
και τώρα, θα ξαναέκλεινε και αυτήν την πόρτα. Το όνειρό του θα το έθαβε. Δεν
άξιζε τόσον αγώνα, τόσες απογοητεύσεις, τόσο πόνο, τόση αγωνία. Τι είπε, δεν
άξιζε;
Τα δάκρυα απειλούσαν να ξεχυθούν.
Αγωνιούσε...
Και όταν αυλάκωσαν το πρόσωπό του, αναστέναξε βαθιά.
Μια νέα μέρα θα ξημερώσει
Ποιος ξέρει;
Αν ...θα το γιορτάσει.
Αλλιώς, θα διαγράψει και αυτήν την πορεία.
Στην γωνία το ξωκλήσι ήταν σκοτεινό και έρημο. Έκανε το σταυρό του, αυτός
ο άπιστος, ο άθεος.
Μια νέα μέρα ξημερώνει. Ας είναι γεμάτη ήλιο στη ζωή του, ευχήθηκε.
Αυτή είναι η συμμετοχή μου στις Ιστορίες της Νύχτας, το δρώμενο της Αριστέας, που σκοπό έχει να μας δραστηριοποιήσει για να δημιουργήσουμε.
''Για να διαβάσουμε και πάλι μικρούς και μεγάλους θησαυρούς!
Για να περάσουμε όμορφα και παρεΐστικα!
Όπως σε όλα τα δρώμενα'', όπως λέει η ίδια εδώ