"Μια Ιδέα-Μια Έμπνευση" Δεύτερος κύκλος/ Συμμετοχή


από το διαδίκτυο και τα δικαιώματα ανήκουν στους δημιουργούς της




Κεντρική Ιδέα Πλοκής

Το παλιό οικογενειακό σπίτι στο ορεινό χωριό, έχει την αγάπη σας αλλά περιμένει και τη φροντίδα σας. Η κατάστασή του είναι κακή και εσείς σχεδιάζετε να το ανακαινίσετε. Βρίσκεστε ήδη εκεί αλλά ένα αναπάντεχο πρόβλημα καθιστά άμεσα αναγκαία την επίλυσή του. Ο μοναδικός / μοναδική, από τη γειτονική κωμόπολη, που θα ανέβει στο σπιτικό προκαλεί πραγματικό σοκ με την άφιξή του / της. Ίσως να μη περιμένατε ποτέ να βρεθεί απέναντί σας. Η ξαφνική χιονοθύελλα έχει τα δικά της σχέδια και θα σάς αναγκάσει να μείνετε εκεί, στον ίδιο κλειστό χώρο μέχρι να απεγκλωβιστείτε. Η νύχτα και το παρελθόν έρχεται ξανά. Τι μπορεί άραγε να κουβαλάει αυτό το πρόσωπο; Είχατε ποτέ σχέση μαζί του; ή μήπως προκύπτει μια έμμεση σχέση μαζί του; Τι μπορεί να φέρει; Τι μπορεί να αλλάξει; Μπορείτε να το αφήσετε στην άκρη;



                                                    ΟΛΑ ΣΤΟ ΦΩΣ

-ΝΑ ΜΗ ΞΑΝΑΠΛΗΣΙΑΣΕΙΣ ΤΗΝ ΚΟΡΗ ΜΟΥ, ΑΚΟΥΣ; ΔΕΝ ΘΑ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΕΨΩ ΠΟΤΕ ΝΑ ΜΠΕΙ ΣΕ ΤΕΤΟΙΑ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ  ΣΑΝ ΤΗ ΔΙΚΗ ΣΟΥ.
 Αυτά τα  λόγια, οι φωνές μάλλον του πατέρα της Ελίνας αντηχούν στα αυτιά του, όλη την ώρα που οδηγεί. 
 Και ήταν τόσο όμορφη βραδιά, παρόλο το κρύο.  Θα συναντούσε τους  γονείς  της αγαπημένης του για πρώτη φορά.   Η μητέρα της είχε σκύψει το κεφάλι καθ' όλη τη διάρκεια της συζήτησης, αποφεύγοντας το βλέμμα της κόρης της. Αλλά ο πατέρας της ωρυόταν. 

Κάποιος 
του αναβόσβηνε τα φώτα πίσω... ναι έπρεπε να αυξήσει ταχύτητα, γιατί οι σκέψεις του κόντευαν να σταματήσουν το αμάξι.
Σουρούπωνε πια σιγά σιγά, και ανεβαίνοντας για το χωριό, σκαρφαλώνοντας στην πλαγιά του βουνού για το πατρικό σπίτι, το κρύο άρχισε να γίνεται εντονότερο. Μετά τη δεύτερη   στροφή, άρχισε και η χιονοβροχή.
Είχε ντυθεί ζεστά, αλλά ήταν παγωμένος ως το κόκκαλο. Η ψυχή του είχε τρομάξει από το μίσος που είδε στα μάτια του πατέρα της αγαπημένης του. Γιατί;

Μια χαρά οικογένεια είχε, έναν πατέρα εργατικό και έντιμο, η μητέρα του όσο ζούσε, πάντα ασχολιόταν με   φιλανθρωπικές δράσεις. Κι εκείνος, ο μοναχογιός τους, ποτέ δεν έδωσε δικαιώματα για έναν άσχημο λόγο.
  Κανένας ποτέ δεν του είπε άσχημη κουβέντα για την οικογένειά του. Τι ήταν όλη αυτή η κακία του πατέρα της Ελίνας;  

Τα δέντρα αραίωναν λίγο, άρα πλησίαζε  την μεγάλη στροφή, την τελευταία, που θα τον έβγαζε στο χωριό. Ένα μεγάλο χωριό που τώρα τα περισσότερα σπίτια του παρέμεναν κλειστά. Το καλοκαίρι έσφυζε από ζωή, αλλά το χειμώνα ερημιά και μοναξιά .
Πλατάνια τεράστια αγκάλιαζαν τα πετρόχτιστα σπίτια, ενώ το ποτάμι τους, ο θεός ποταμός όπως τον έλεγαν, κυλούσε με ορμή στα πόδια τους.

Στην άκρη του χωριού, 
τελευταίο στην πλαγιά ήταν το πατρικό του. Ήθελε συντήρηση. Εκείνος θα πλήρωνε τις επισκευές, αλλά παρακάλεσε τον πατέρα του να επιβλέπει. Βλέπεις, ο ένας είναι εργαζόμενος και ο άλλος συνταξιούχος, έτσι του είπε και έκαμψε τις αντιρρήσεις του. Τώρα που το θυμήθηκε, δεν ήθελε ο πατέρας του να το φτιάξουν. Είχε αντιρρήσεις όντως, δεν πήγαινε στο χωριό για πολλά χρόνια, ούτε διακοπές έκαναν εκεί,  με τη δικαιολογία ότι το σπίτι ήταν ακατοίκητο και εγκαταλειμμένο. Το κληρονόμησε ο Στέφανος από τον παππού Στεφανή, αλλά μετά το θάνατο του παππού, που έφυγε ξαφνικά, δεν ξαναγύρισαν ποτέ. Απορίας άξιον.

Τα φώτα του αυτοκινήτου 
ήταν τα μόνα που τρύπαγαν το σκοτάδι,  στο μοναδικό δρόμο   του χωριού, ενώ σκαλοπάτια ή ανηφορικά μονοπάτια στο πλάι, οδηγούσαν πιο ψηλά. Ξαφνικά ένα μπουρίνι ξέσπασε.
Δυνατός άνεμος και χιόνι κανονικό πλέον, έδερνε όλο το χωριό. Χρειάστηκε να κρατήσει το τιμόνι γερά και να επιταχύνει για να φτάσει στο σπίτι.
Σκοτάδι και παγωνιά. Δεν φαινόταν ψυχή στο σπίτι. Τα οικοδομικά υλικά στην αυλή και το αμάξι του πατέρα του στο γκαράζ, εμπόδιζαν τον Στέφανο να παρκάρει. Ας μη γίνει κάτι άσχημο και  πάθει ζημιά το αμαξάκι του, καινούργιο ήταν.  Με μεγάλη προσοχή προχώρησε προς το σπίτι γιατί η χιονοθύελλα είχε αγριέψει. Είχε αλλάξει η πόρτα, και τα κουφώματα αλλά και  τα παράθυρα, όλα  ήταν καινούργια. Γερό ξύλο να ταιριάζει με την πέτρα, έτσι ήθελε.
Χτύπησε δυνατά την πόρτα. Έπεφτε το χιόνι αλύπητα. Ο άνεμος το στροβίλιζε προς όλες τις κατευθύνσεις. Ο πατέρας του είχε έλθει στο σπίτι, όταν θα άλλαζαν τα κεραμίδια. Ελπίζω να έχει τελειώσει η δουλειά γιατί απόψε τίποτε δεν θα μείνει όρθιο, σκεφτόταν. Τα κλαδιά των δέντρων λύγιζαν υποκλινόμενα στη δύναμη του ανέμου.

Η πόρτα άνοιξε 
και ένας απορημένος πατέρας κοιτούσε το γιο του με τα μαλλιά ανάκατα, το χιόνι να προσπαθεί  να μπει στο σπίτι και τον άνεμο να ουρλιάζει.
-Τι θες εδώ τέτοια ώρα και με τέτοιο καιρό παιδί μου;
-Θα τα πούμε πατέρα, γιατί είσαι όμως σκοτεινά;
-Κόπηκε το ρεύμα και δεν ξέρω πότε θα έρθει. Εδώ πάνω κατά την άνοιξη έρχονται οι τεχνικοί. 
-Πήρες τηλέφωνο; 
-Δεν πιάνει το κινητό μου παλικάρι μου με την πρώτη κακοκαιρία. Γνωστό αυτό. Έλα κοντά στο τζάκι να ζεσταθείς. 
Ένα- δυο κεριά ήταν αναμμένα, ενώ μια σόμπα υγραερίου προσπαθούσε να ζεστάνει το χώρο μαζί με το τζάκι.
Κάθισαν κοντά -κοντά πάνω στο κιλίμι το μάλλινο. Εκεί είδε και ένα στρώμα που μάλλον κοιμόταν δίπλα στο τζάκι ο πατέρας του
-Εδώ κοιμάσαι;
- Ε ναι.. δεν έχουμε θέρμανση και μέχρι να εγκατασταθεί γιε μου, τι ήθελες να ξυλιάσω; Η σόμπα που έφερες δεν αρκούσε.
-Αχ βρε πατέρα δεν το σκέφτηκα ότι η σόμπα  δεν θα σε ζέσταινε. Με συγχωρείς, δεν το δρομολόγησα καλά, έπρεπε να ξεκινήσουν οι δουλειές άνοιξη. 
-Δεν πειράζει αγόρι μου, ηρεμία και μοναξιά αν και οι εργάτες μέχρι προχθές έρχονταν ως το μεσημέρι. Ευτυχώς τελείωσαν τα κεραμίδια, έγινε καλή δουλειά και θα έλθουν πλέον για τα πατώματα…   

Τα ξύλα έκαιγαν στο τζάκι  κι η χιονοθύελλα ωρυόταν περιδιαβαίνοντας τα σοκάκια του χωριού.

-Θέλω να μιλήσουμε 
πατέρα... του είπε κάποια στιγμή.
Αφού του διηγήθηκε τι έγινε στην πρώτη του γνωριμία με τους γονείς της Ελίνας,  είπε, κομπιάζοντας είναι η αλήθεια, το κατηγορώ του πατέρα της.
Ο γεροπατέρας του,  τα ‘χασε, απόρησε, έσμιξε τα φρύδια και κοιτούσε κατάματα τον γιο του.
-Γιατί; Γιατί μας κατηγορεί; Σου είπε;
-Μου είπε να σε ρωτήσω, αλλά εκείνος δεν   είπε τίποτε.
-Πώς τον λένε; Από πού μας ξέρει;
-Είναι από την Ωραιοπηγή πατέρα, το διπλανό χωριό, αλλά δεν έχουν περιουσία, ούτε σπίτι εκεί και δεν έχει πατήσει το πόδι του από τα μικρά του χρόνια.
 Σπύρο Καληφωτά τον λένε...
Ησυχία απόλυτη μόνο οι ανάσες τους ακούγονταν.
Μα τι έπαθε ο πατέρας του ξαφνικά;  Πετάχτηκε ορθός με γουρλωμένα μάτια κοιτούσε δεξιά και αριστερά. Δύσπνοια έχει; ...λες να πάθει κάτι και είμαστε τέρμα θεού εδώ πάνω.  Μην  πάθει τίποτε σε παρακαλώ Θεέ μου, προσευχόταν ο Στέφανος,  προσπαθώντας να ηρεμήσει τον πατέρα του.
-Έλα κάτσε εδώ... στα ζεστά, να, λίγο νερό να συνέλθεις. Άσε να περάσει η βραδιά και τα λέμε από αύριο. Είσαι καλύτερα;
Ο πατέρας του δεν ξαναμίλησε. Ξάπλωσε καταγής στο στρώμα του, σκεπάστηκε και έκλεισε τα μάτια. Ήταν μόνο 9 το βράδυ αλλά μετά από λίγο,   τον πήρε ο ύπνος αμέσως. Ας είναι καλά τα χάπια. Κοιμόταν ήρεμα και ανέπνεε πάλι φυσιολογικά...  
 
Την άλλη μέρα το πρωί, 
η χιονοθύελλα είχε κοπάσει, αλλά τα πάντα ήταν κάτασπρα.  Ο Στέφανος κοιμήθηκε σε υπνόσακο  δίπλα στο τζάκι, ξυπνώντας συχνά για να βάλει κάποιο ξύλο στη φωτιά και να αφουγκραστεί τον πατέρα του. Πέρασε η νύχτα.
Με τον καφέ στο χέρι άνοιξε το παράθυρο να απολαύσει τη θέα. Ναι, αγαπούσε αυτή τη θέα του χωριού. Ο πατέρας του έπινε τον δικό του καφέ αμίλητος. Του έδειξε τι είχε φτιαχτεί στο σπίτι και τον ρώτησε τι ήθελε να φάνε. Θα μαγείρευε στο τζάκι σούπα  με λαχανικά και θα ήταν η πιο νόστιμη που είχε φάει, έτσι του είπε.  Κωλυσιεργούσε με διάφορες ασχολίες ωσότου έφτασε το μεσημέρι.
-Και τώρα πατέρα αφού φάγαμε και είμαστε ήρεμοι θες να μιλήσουμε λίγο για τους Καληφωτάδες; Ε; Χωρίς άγχος και στενοχώρια. Απλά ... ξέρω πατέρα μου ό,τι ξέρεις γιατί  μας κατηγορεί ο πατέρας της Ελίνας, είμαι σίγουρος ότι κάτι μου έχεις κρύψει. Τι λες;

Ναι ήρθε λοιπόν η ώρα... 
θα του τα έλεγε όλα, είχε δικαίωμα  να μάθει, μόνο να... ας μην έβλεπε την απαξίωση στο βλέμμα του παιδιού του.
-Εδώ γεννήθηκα γιε μου όπως ξέρεις, ζούσαμε ανεκτά εγώ, ο μεγάλος μου αδελφός και οι γονείς μας. Μα ήλθε ο πόλεμος. Δεν θυμάμαι και πολλά, ήμουν πολύ μικρός, αν και ξέρω ότι ο πατέρας μας δεν πήγε στον πόλεμο. Ένα ελαττωματικό πόδι τον εμπόδισε να πολεμήσει.  Ως ότου ήλθαν εδώ οι Γερμανοί. 
 
Η φωνή του γέροντα έβγαινε ψιθυριστή. 
Ο Στέφανος δεν τον διέκοπτε καθόλου, ούτε ερωτήσεις έκανε, μόνο άκουγε προσεκτικά μια περίοδο της ζωής του πατέρα του που δεν είχε ξανακούσει. Όποτε  τον ρωτούσε σαν παιδί  για να μάθει για τα παιδικά του χρόνια, έπαιρνε την ίδια απάντηση ''...δεν ήταν τίποτε σπουδαίο η παιδική μου ηλικία, σχολείο, παιχνίδι, σπίτι, χωράφια''. Έτσι ακριβώς του απαντούσε με την ίδια σειρά και έκοβε κάθε ενδιαφέρον για άλλες ερωτήσεις.
Ο αδελφός ο μεγάλος αρρώστησε με πνευμόνια και πέθανε. Η μάνα του, η γιαγιά του Στέφανου, δεν άντεξε το χαμό και μετά από 6  μήνες χάθηκε και αυτή. 
Και οι κατακτητές έκαναν τα δικά τους, όπως σε κάθε περιοχή της χώρας μας...
Λέξεις ψιθυριστές συμπλήρωναν  το πάζλ της ζωής του πατέρα του Στέφανου. Λόγια κομπιαστά έβγαιναν από το στόμα του, με παύσεις  ανάσας κουράγιου. Ο πατέρας  συνέχιζε ψιθυριστά και η μια λέξη μετά την άλλη χτίζανε την περασμένη ζωή που δεν ήταν καθόλου αξιέπαινη.

Ο Στέφανος αφουγκραζόταν τους χτύπους της καρδιάς του. 
Τι είπε μόλις ο πατέρας του; Ο παππούς ήταν καταδότης των Γερμανών; 
Μα πώς είναι δυνατόν; ψέλλισε.
-Δεν τα ήξερα αγόρι μου, τα έμαθα από τον ίδιον τον Καληφωτά, που μου τα είπε μετά το θάνατο του παππού σου.
-Και τον πίστεψες; Χωρίς αποδείξεις;
-Αλήθεια είπε γιε μου. Βρήκα μετά ένα γράμμα του πατέρα μου σε ένα σεντούκι που είχε μέσα κοσμήματα. Όσα είχαν περισσέψει από τη πώληση που έκανε ο παππούς σου. Βέβαια στο γράμμα γράφει ότι τα κοσμήματα του τα έδιναν οι Γερμανοί ως πληρωμή που ήταν διερμηνέας, ήξερε γερμανικά καλά, αλλά και ως αμοιβή γιατί πλήρωνε η κάθε οικογένεια για να ελευθερώσουν τους συλληφθέντες. Είπε ότι ήταν υποχρεωμένος να τα πάρει από τους ίδιους τους κατακτητές. Μα ο Καληφωτάς μου είπε ότι ο χαμός του αδελφού του που ενεπλάκη σε δολιοφθορά ήταν έργο του παππού σου. Αυτός τον πρόδωσε. Και τον πιστεύω γιε μου, γιατί μου ομολόγησε ότι εκείνος  έσπρωξε τον πατέρα μου στο γκρεμό, από εκδίκηση.
Εκείνος τον σκότωσε γιε μου. Αλλά δεν τον κατήγγειλα. Είχε τα δίκια του. Από τότε δεν ξαναπάτησα στο χωριό μόνο μια φορά που βρήκα το σεντούκι και τα χρυσαφικά τόσων ανθρώπων. Δοσίλογος ήταν ο πατέρας μου και ντρέπομαι πολύ. Μα δεν το ξερα, δεν το ξερα, επαναλάμβανε στο Στέφανο.

Δυο μέρες αμίλητοι 
πέρασαν στο σπίτι ως ότου τακτοποιήσει ο Στέφανος τις δουλειές του. Μιλούσαν μόνο  για τα απαραίτητα.  Φύγανε και οι δυο από εκεί για πάντα.

Ένας χρόνος μετά
Στην κηδεία του πατέρα του Στέφανου που τον πρόδωσε η καρδιά του, 6 μήνες μετά τη βραδιά των αποκαλύψεων, πολλοί άνθρωποι έδωσαν το παρόν. Και μετά ο Στέφανος ήταν έτοιμος να φύγει για πάντα από την Ελλάδα. Θα πήγαινε στις ΗΠΑ, να δουλέψει, να φτιάξει τη ζωή του εξαρχής.

Όλα τα είχε πουλήσει, 
όλη την περιουσία τους την ρευστοποίησε και  έδωσε τα χρήματα, παρουσία του Δημάρχου των χωριών τους , παρουσία του παππά και δυο μεγάλων σε ηλικία συγχωριανών τους,  που ήξεραν ποιες οικογένειες είχαν χάσει ανθρώπους και περιουσίες εξαιτίας του παππού. Να μοιραστούν  στους απογόνους ως μια μικρή συγνώμη κι ας μην ήξερε ο ίδιος τίποτε.
Τότε ήταν που έπαθε το έμφραγμα ο πατέρας του Στέφανου. Όταν είδε την εταιρεία του και την περιουσία τους να ρευστοποιείται. 
Όταν ρώτησε αν τον θεωρεί υπεύθυνο ο γιος του για όσα έκανε ο παππούς και πήρε την απάντηση που τον  πόνεσε
-Δεν ήξερες, σε πιστεύω, δεν έφταιγες πατέρα, αλλά έγινες συνένοχος. Όταν έμαθες, συνέχιζες να ζεις με οικονομική άνεση που στηρίχτηκε στην περιουσία του πατέρα σου. Άρα;;
Ο Στέφανος γέμισε τύψεις γιατί στενοχώρησε τόσο τον πατέρα του που αρρώστησε και πέθανε. Αλλά η αλήθεια ήταν αυτή και εκπτώσεις δεν γίνονταν.

Με την Ελίνα 
είχαν χωρίσει. Του Στέφανου πρωτοβουλία. Τους επισκέφτηκε και τους μίλησε έξω από τα δόντια.
-Δεν μπορούμε να στηρίξουμε μια νέα ζωή πάνω σε αποκαΐδια. Εγώ εγγονός ενός δοσίλογου...
-Το έλεγα εγώ, επιτέλους το παραδέχεσαι, φώναζε ο Καληφωτάς
-Κι εσύ Ελίνα, κόρη ενός δολοφόνου. Τι σπιτικό θα ανοίξουμε;
Δεν έμαθε ποτέ τι αντίκτυπο είχαν τα λόγια του στην οικογένεια της Ελίνας... μόνο το κλάμα της θα θυμόταν για πάντα, μα ήταν γεμάτος από θυμό, τύψεις, ντροπή και πόνο ψυχής.
Γι αυτό θα έφευγε 
για πάντα. Ίσως ξεχνούσε, ίσως έκανε μια νέα αρχή στη ζωή του. Ποιος ξέρει;
Έπρεπε να κλείσει την πόρτα του χθες και να ανοίξει του αύριο, αλλά μακριά από εδώ!



Αυτή ήταν η συμμετοχή μου στο δρώμενο του Γιάννη και του Ηδύποτον, ''Μια ιδέα- Μια Έμπνευση'' #2ος
Εδώ παρουσίαζονται όλες οι συμμετοχές μας

Ευχαριστώ πολύ Γιάννη για την όρεξη που έχεις να δημιουργείς και να μας παρακινείς και εμάς δημιουργικά.

'25 λέξεις#15 /Συμμετοχή

 

           

                                       


Κοίταξα ψηλά τον ήλιο 

να ζωγραφίζει τον ουρανό.

Δεκάδες χρώματα αγκάλιαζαν το στερέωμα.

 Αγαλλίασα!

Κοίταξα γύρω μου την πόλη

Δεκάδες ψυχές στοιβαγμένες στο σκοτάδι

Μελαγχόλησα!      

                           

         
Αυτή ήταν η συμμετοχή μου στις ''25 Λέξεις ''#15  που διοργανώνει η Μαρία Νικολάου στο ''Κείμενο'' της.  
 Ολα τα 25λεκτα ήταν υπέροχα. Σας ευχαριστώ όσους ψηφίσατε τη δική μου συμμετοχή.
Η φωτογραφία στην αρχή της ανάρτησης είναι της Μαρίας που μας δίνει μια φωτο κάθε φορά για να εμπνευστούμε
Αναμένω το επόμενο!

Σας δείχνω σήμερα και τα δωράκια που έλαβα από τη  Ρούλα μας αφού κληρώθηκα στο μπλογκ της. Τα έλαβα πριν τις γιορτές, ναι ξέρω ντροπή μου που τα δείχνω τόσο αργά, συγνώμη Ρούλα μου αλλά τώρα βρήκα ευκαιρία...
Ξέρετε τι χρυσοχέρα είναι έ; 
Απίθανα χειροποίητα δώρα σταλμένα από την καρδιά της




Ευχαριστώ πολύ Ρούλα μου να σαι πάντα καλά!

Ο ΜΟΝΟΚΕΡΩΣ/ ''Μια ιδέα- Μια έμπνευση΄΄

 Κεντρική ιδέα πλοκής: 

"Μια γυναίκα, επισκέπτεται έναν επώνυμο συγγραφέα. Τού κάνει μια ελκυστική πρόταση να της γράψει τη βιογραφία της. Ο συγγραφέας θα την αναζητήσει τις αμέσως επόμενες μέρες για να προχωρήσουν. Η γυναίκα όμως έχει εξαφανιστεί"



Ήταν μια δύσκολη ημέρα για τον γνωστό συγγραφέα Τζον Νιλ. Από το πρωί γράφει και σβήνει στον υπολογιστή του, σιχτιρίζοντας κάθε φορά την  άτιμη έμπνευση που δεν λέει να κουρνιάσει στο κεφάλι του  σήμερα.

Όλη μέρα κλεισμένος στο σπίτι, προσπαθεί να γράψει για το νέο του βιβλίο, αλλά δεν είναι ικανοποιημένος.

Σηκώθηκε όρθιος. Η νευρικότητα είναι εμφανής. Βημάτιζε στο μισοσκότεινο δωμάτιο, μια και ο ήλιος είχε δύσει από ώρα.

Ο Τζον ή Μονόκερως όπως ήταν το ψευδώνυμό του και του άρεσε να τον αποκαλούν έτσι, αφού θεωρούσε  το όνομά του συνηθισμένο, είναι ένας δυναμικός άντρας γύρω στα 60 που τα βιβλία του πωλούνται κατά δεκάδες αμέσως μόλις  κυκλοφορήσουν. Πολιτικά, δολοφονίες,  ίντριγκα, ήταν τα θέματα που καταπιανόταν. Και ήταν συνήθως, αληθινές άλυτες υποθέσεις που περιείχαν μυστήριο ακροβατώντας στην πραγματικότητα και τον μύθο.

Βραβευμένος δυο -τρεις φορές, με έργα του πολλά να έχουν γίνει best seller, αναγνωρισμένος και από κριτικούς αλλά και από το κοινό, συνήθιζε να κάνει μόνος τις έρευνές του και σαν το μονόκερο, γινόταν σκληρός και τα χτυπήματά του ήταν ανελέητα.

Έβαλε ένα σκέτο ουίσκι στο ποτήρι του και πλησίασε το παράθυρο. Τα φώτα του δρόμου έδιναν υπόσταση στις σκιές από τα κτίρια και την κίνηση. Ήπιε μια δεύτερη γουλιά όταν άκουσε το κουδούνι της πόρτας.

Βλαστήμησε δυνατά. ''Ποιος διάολος ήταν τέτοια ώρα''...

Ανοίγοντας την πόρτα βρέθηκε μπροστά σε μια άγνωστη γυναίκα που του χαμογελούσε συνεσταλμένα.

-Καλησπέρα κ. Νιλ ή μήπως προτιμάτε ...Μονόκερε;

-Καλησπέρα. Ποια είστε; Τι θέλετε;

-Έτσι; Στην πόρτα θα τα πούμε;

Χωρίς να περιμένει απάντηση ούτε και πρόσκληση φυσικά, τον παραμέρισε και μπήκε στο σαλόνι.

Ο αιφνιδιασμός είναι η μισή νίκη και ο Μονόκερως αποδέχτηκε την ήττα του προς το παρόν.

-Να συστηθώ κύριε. Το όνομά μου είναι Γουέλινγκτον. Αμαρυλλίς Γουέλινγκτον. Και χρειάζομαι το ταλέντο και τις υπηρεσίες σας

-Σας ακούω

-Θέλω να γράψετε τη βιογραφία μου

-Α, ξέρετε, δεν ασχολούμαι με βιογραφίες, εξάλλου όπως βλέπω είστε πολύ νέα για να έχετε τις εμπειρίες που μια βιογραφία περιέχει, είπε λίγο ειρωνικά.

-Ναι είμαι νέα όμως έχω βιώσει την δολοφονία της μητέρας μου πριν 5 χρόνια και το πτώμα της δεν βρέθηκε ποτέ, ούτε η αστυνομία έκανε τον κόπο να ερευνήσει.

- Λυπάμαι... Αλλά  από εμένα τι θέλετε;

-Θα γράψετε για μένα και θα σας τα πω λεπτομερώς, αφού βρείτε και οδηγήσετε στην δικαιοσύνη το δολοφόνο της. Θα πληρώσω καλά κύριε και θα σας επιτρέψω να κάνετε την υπόθεση βιβλίο.

Ο Τζον την κοιτούσε έντονα.

-Γιατί εμένα; Γιατί όχι έναν ερευνητή;

-Γιατί πιστεύω ότι είστε ο μόνος που δεν τον φοβίζει η θέση ή το όνομα του ενόχου και αναζητά την αλήθεια

Ο Μονόκερως έμεινε αμίλητος. Τη ζύγιζε... την κοιτούσε έντονα. Τόσο νέο κορίτσι, εύθραυστο φαινόταν, αλλά με περισσή δύναμη, να έχει βιώσει κάτι τέτοιο! Και θα δημοσίευε την ιστορία της; Να ένα θέμα τη στιγμή που δεν είχε

-Εντάξει κυρία μου θα γράψω τη βιογραφία σας αφού πρώτα ανακαλύψω το δολοφόνο της μητέρας σας

Θα χρειαστώ όσα στοιχεία έχετε 

-Ευχαριστώ κύριε, σας εμπιστεύομαι. Νιώθω ότι σας γνωρίζω. Σ' αυτόν τον φάκελο-και του δείχνει ένα φάκελο μεγάλο καφέ που έβγαλε μέσα από το πανωφόρι της- είναι όλα όσα ξέρω, αλλά και η προκαταβολή για τη δουλειά σας.

Άφησε το φάκελο στο γραφείο και κίνησε για την πόρτα

-Θα επικοινωνήσουμε κε Μονόκερε κι ευχαριστώ ξανά

Εκείνος άνοιξε το φάκελο και έβγαλε κάμποσες σελίδες αλλά και μια δεσμίδα χρήματα που ήταν όντως ένα σεβαστό ποσό. Γύρισε να την κοιτάξει την ώρα που έκλεινε η πόρτα.

Κάθισε στην καρέκλα του και άρχισε να διαβάζει τις αριθμημένες σελίδες


Γνωρίζω πολύ καλά όσα σας γράφω, έλεγε πάνω πάνω, μην τα θεωρήσετε ανακρίβειες και θέλω να τα πάρετε σοβαρά και στην κυριολεξία.

Ο δολοφόνος είναι ο Μισέλ Γιάνγκ, ο παρά την κυβέρνηση επιχειρηματίας, που ελέγχει τα τρόφιμα της χώρας, και είναι από τους πλουσιότερους του πλανήτη.

Ο Τζον πετάχτηκε όρθιος.

''Αν είναι δυνατόν'' μονολογούσε δυνατά. ''Αν είναι δυνατόν ένας τόσο ισχυρός άντρας, με τόσες διασυνδέσεις και γνωριμίες... Τι γράφει η κοπέλα;

''Απ' την άλλη ...πριν κάποια χρόνια είχε ξεκινήσει το σκάνδαλο τρόφιμα γκέιτ, που κατηγορήθηκε ότι οι παιδικές τροφές του, σκορπούσαν το θάνατο σε χιλιάδες παιδιά'' συνέχισε τις σκέψεις του.

Άρχισε να ψάχνει στο διαδίκτυο. ''Ναι αθωώθηκε πανηγυρικά, αφού οι παιδικές τροφές αλλοιώθηκαν από την κακή συντήρηση των πωλητών, έτσι είπε το δικαστήριο... ναι, ναι κάποιοι καταδικάστηκαν και όχι εκείνος''.

 

Το θύμα ήταν γραμματέας του από το 2016 ως την εξαφάνισή του το 2018. Μόνο δυο χρόνια δούλεψε στην επιχείρησή του, αλλά γνώρισε καλά τον δολοφόνο. Λίγες ημέρες πριν την εξαφάνιση του θύματος, ο δημοσιογράφος Αλ Μπορ, είχε ραντεβού με τον επιχειρηματία. Ήταν ο δημοσιογράφος που έψαχνε την υπόθεση με το σκάνδαλο των τροφίμων την ίδια περίοδο με την εξαφάνιση της γραμματέως.

Θυμήθηκε και τον δημοσιογράφο που έψαχνε το σκάνδαλο. Αυτός ήταν ο Αλ Μπορ. Τι απέγινε;

Διάβασε  όσες πληροφορίες βρήκε. Ο δημοσιογράφος εξαφανισμένος... ''χμ χμ έχε γούστο να ναι αλήθεια όσα γράφει η Αμαρυλλίδα''

Συνέχισε το διάβασμα των σελίδων


Η ίδια η γραμματέας του  έκλεισε  το ραντεβού με τη σύμφωνη γνώμη του Γιάνγκ, του αφεντικού της.

Το μόνο που έμαθε το θύμα είναι ότι τσακώθηκαν οι δυο τους -τους άκουγε καλά- και ο Γιανγκ απείλησε τον δημοσιογράφο φεύγοντας, ότι θα τον θάψει ο ίδιος αν συνεχίσει.  

Τις επόμενες ημέρες άρχισε η αστυνομία να ψάχνει το δημοσιογράφο, αφού δηλώθηκε η εξαφάνισή του. Ήλθε η αστυνομία και στην επιχείρηση. Το άγριο βλέμμα του Γιανγκ στη γραμματέα δήλωνε  ''κλείσε το στόμα σου , δεν είδες, δεν άκουσες''. Αυτό είπε και στον αστυνομικό  -συγνώμη κύριε για την ενόχληση - που δεν επέμεινε στην έρευνα και ο δημοσιογράφος δηλώθηκε απλά εξαφανισμένος.

Στις ημέρες που ακολούθησαν ένας αστυνομικός, νέο παιδί, που ήθελε να μάθει την αλήθεια, που δεν πείστηκε από την κατάληξη της έρευνας, πλησίασε τη γραμματέα έξω από την εταιρεία  και τη ρώτησε αν όντως δεν ξέρει τίποτα. Εκείνη του είπε ότι δεν μπορεί να μιλήσει εκείνη την στιγμή και έδωσαν ραντεβού για την Κυριακή το απόγευμα να τα πουν με πλήρη μυστικότητα και με τον όρο να μην γίνει γνωστή η ταυτότητά της. Συμφώνησαν!


Το αφεντικό της όμως, την ειδοποίησε την Παρασκευή ότι το Σ/Κο τη χρειάζεται στο εξοχικό του, που έχει καλεσμένους κάποιους επιχειρηματίες για να λάβει χώρα μια συγχώνευση. 

Όταν έφτασε στο εξοχικό με το μικρό της αμάξι, την προϋπάντησε ο ίδιος ο δολοφόνος, το αφεντικό της, λέγοντάς της να αφήσει το αμάξι και τις αποσκευές της, θα το τακτοποιούσαν οι υπηρέτες  και να έλθει μαζί του ως το κελάρι του να τον βοηθήσει να πάρουν κρασιά για τους καλεσμένους.

Ούτε που υποψιάστηκε,  γιατί δεν έκανε αυτήν τη δουλειά το υπηρετικό προσωπικό.

Φτάσανε σε ένα μεγάλο αποθηκευτικό χώρο που ήταν αποθήκη σίγουρα, με χωμάτινο δάπεδο, αλλά με πέτρινο τοίχο ολόγυρα. Εκεί της είπε χωρίς περιστροφές, ότι ξέρει για τον αστυνομικό και από εκεί μέσα δεν θα βγει ζωντανή.

Δεν θα πω πολλά, να ξέρετε όμως Μονόκερε, ότι την έπνιξε με τα ίδια του τα χέρια γύρω από το λαιμό της. Αλλά για κακή της τύχη ήταν καλή κολυμβήτρια και κρατούσε αρκετή ώρα την αναπνοή της. Ήταν λοιπόν ζωντανή, αλλά αδύναμη ακόμη. Δεν μπορούσε να κινηθεί. Τον είδε που ξεσκέπασε ένα λάκκο στην άκρη της αποθήκης και όταν την έπιασε για να τη βάλει στο λάκκο, προσπάθησε το θύμα, με όσες δυνάμεις είχε, να αντισταθεί. Να ξέρετε ότι ζωντανή την έθαψε, αλλά πριν τη θάψει, εκείνη πιάστηκε από τη γραβάτα του να κρατηθεί. Στο χέρι της έμεινε η καρφίτσα του η χρυσή, με το μονόγραμμά του. Αν τη βρείτε θαμμένη, θα βρείτε και το αποδεικτικό στοιχείο για τον δολοφόνο.

Εκεί τελειώνει  και η διήγηση. 

Από κάτω είχε τη διεύθυνση του εξοχικού και την περιγραφή της αποθήκης στο βάθος του δάσους που ανήκε στο κτήμα. Είχε επίσης και τη διεύθυνσή της, αλλά όχι τηλέφωνο

Άφησε τα χαρτιά κάτω και βημάτιζε σκεπτόμενος. Ήταν σοκαρισμένος με όσα διάβασε.

Έπρεπε να τη βρει να μιλήσουν. Πού τα ήξερε όλα αυτά; Πήγε στο σπίτι που είχε τη διεύθυνση της. Χτυπούσε ώρα και κανείς δεν άνοιγε. Ένα παιδάκι της γειτονιάς του είπε ότι το σπίτι είναι άδειο. Δεν υπάρχει κανείς... και συνέχισε το παιχνίδι του.

Γιατί του έδωσε ψεύτικη διεύθυνση; Γιατί ένα έρημο σπίτι; Πώς θα τη βρει; Μα δεν έμεινε να ψάξει. Βρισκόταν σε έξαψη, δεν είχε χρόνο. Η ίδια η υπόθεση περισσότερο και λιγότερο η υπόσχεση που είχε δώσει, του έδιναν φτερά να τρέξει να ολοκληρώσει μια αποστολή, την εύρεση του δολοφόνου.



Οι επόμενες μέρες οδήγησαν τον Μονόκερο σε οργασμό αναζήτησης στοιχείων. Όντως συγκέντρωσε από την εφημερίδα,   αν και κρατούσαν το στόμα τους κλειστό όσοι γνώριζαν, κάποια στοιχεία  που επιβεβαίωναν  αυτά που του μαρτύρησε η Αμαρυλλίδα.

Οι εφημερίδες είχαν γράψει λίγα πράγματα, παράξενο αλήθεια, αλλά σίγουρα εξηγείται γιατί ο Γιανγκ είχε πολλές διασυνδέσεις και έκλεινε στόματα.

Επόμενη αναζήτηση το εξοχικό. Πρώτα όμως συνάντησε  τον φίλο του αστυνομικό που πάντα τον βοηθούσε. Πάντα του έδινε στοιχεία που αναζητούσε στις υποθέσεις του και τον πρόσεχε όπου χρειαζόταν. Του είπε πού πάει, του είπε για την υπόθεση και ζήτησε να έχει το νου του για την περίπτωση που κινδυνέψει ή εξαφανιστεί ο ίδιος. Να ξέρει πού να τον αναζητήσει. Εκείνος δεν τον εμπόδισε, είπε μόνο ''καιρός είναι  ο πολύς κος Γιανγκ να πιαστεί στη φάκα, ξεφεύγει για χρόνια''. Είχε εμπιστοσύνη στον Τζον και στις ικανότητές του.

Στο εξοχικό απέξω, κρυμμένος  καλά πλέον, είδε με τα κιάλια του τον περίγυρο. Κάμερες και φρουροί αλλά και εργάτες μπαινόβγαιναν υπό το άγρυπνο βλέμμα των οπλισμένων φρουρών. Πώς θα μπει; 

Για ώρες σκεφτόταν κοιτώντας τριγύρω του. Έπιασε και κουβέντα με κάποιον εργάτη που φόρτωνε και ξεφόρτωνε δομικά υλικά. Η βίλα ήθελε συντήρηση. Ο αφέντης έλειπε, τους επιστατούσε ο βοηθός του αφεντικού και οι φρουροί πρόσεχαν τις κινήσεις τους. 

Έκρυψε το αμάξι του να μη φαίνεται από κανένα σημείο, πήρε το κινητό του και ενημέρωσε το φίλο αστυνομικό ότι μπαίνει στο κτήμα.

Γιατί είχε βρει τον τρόπο να μπει. Σαν εργάτης ανάμεσα στους πολλούς του συνεργείου. Βρέθηκε τελικά στο κτήμα. Με μεγάλη προσοχή κατόρθωσε να ξεφύγει από το συνεργείο συντήρησης και  έτσι, χώθηκε στο δάσος. Μετά από αρκετή ώρα και πάνω που τον έπιανε απογοήτευση, βρήκε την καλύβα. Ένα κτίσμα από πέτρα αρκετά μεγάλο, όπως του περιέγραφε η Αμαρυλλίδα. Πώς να μπει;  Η πόρτα καλά κλεισμένη με λουκέτο και τα παράθυρα με κάγκελα απέξω μασίφ. Αδύνατο να παραβιαστούν. Και τότε είδε τον φεγγίτη ψηλά στη στέγη. 

Η ηλικία του μπορεί να έλεγες ότι δεν το βοηθά να αναρριχηθεί, αλλά η εξάσκηση χρόνων τον έκανε να βρεθεί γρήγορα στη στέγη. Μπήκε μέσα σιγά σιγά από το φεγγίτη...  

Κουτιά άδεια, εργαλεία, ξύλα διάφορα, πάγκοι εργασίας -αλλά όχι κρασιά-, ήταν διάσπαρτα μέσα. Ημίφως και ο φακός απαραίτητος. Έψαξε τριγύρω. Πού του είπε ότι έθαψε την μητέρα της; Α να σε εκείνη την πλευρά και εκεί σπεύδει να σκάψει. Ευτυχώς είχε εργαλεία η καλύβα και με την αξίνα έσκαβε το χώμα ενώ με το φτυάρι το έβγαζε , σιγά σιγά να μην κάνει και θόρυβο... 

Ίδρωνε και λαχάνιαζε ενώ η ώρα περνούσε. Και τότε... ''Θεέ μου τι είναι αυτό;  Ένας σκελετός...5 χρόνια είχαν περάσει, φυσικά σκελετός θα ήταν''.

Παραμέρισε χώματα και υλικά λιωμένα σαν αράχνη πάνω από το πτώμα. Δεν τον ενοχλούσε η θέαση του πτώματος-σκελετού. Μαθημένος ήταν. Άραγε τη βρήκε; Μια στιγμή,  η λεκάνη του σκελετού είναι  στενή. Άντρας είναι, σίγουρα άντρας... λες να ναι ο δημοσιογράφος; Οι σκέψεις του έκαναν αγώνα δρόμου.

Ανάσα και σκέψεις συναγωνίζονταν στην ταχύτητα

Πώς τα ήξερε όλα αυτά η Αμαρυλλίδα; Ποιος της τα είπε; Σίγουρα θα έχει κάποιον μάρτυρα που τα είδε και  δεν ήθελε να του πει... ίσως φοβόταν... θα μάθει, αλλά τώρα πρέπει να βρει και τη μητέρα της. Σίγουρα εκεί ήταν.

Άρχισε να σκάβει πιο πέρα. Κι εκεί το χώμα, αν και πατημένο φαινόταν πιο ευκολοδούλευτο. Τι συνέβαινε εδώ μέσα; Πού στο καλό είχε μπει; 



Οι επόμενες ημέρες ήταν απίστευτες. Βγήκε από το κτήμα ανακατεμένος με τους εργάτες και πήρε τηλέφωνο τον φίλο του. Οι ενέργειες που  ακολούθησαν  μόνο με μορφή αγώνα ταχύτητας παρομοιάζονταν. Η αστυνομία συνέλαβε τον μεγαλοεπιχειρηματία μετά από την εκταφή των νεκρών από την αποθήκη του. Κι όχι μόνον αυτό. Το DNA του επιχειρηματία ήταν πάνω στους νεκρούς. Δεν άφηνε αμφιβολίες σε κανένα για τον ένοχο και στο τέλος ο Γιανγκ ομολόγησε. 

Ο άλλος  σκελετός ήταν γυναικείος και είχε μια χρυσή καρφίτσα μέσα στο χέρι του. Το DNA έδειξε ότι ο ένας νεκρός ανήκε στο δημοσιογράφο. Είχε δεχθεί μαχαιριά θανατηφόρα. Ο άλλος νεκρός, παρέμενε άγνωστος αφού  δεν υπήρχε ταύτιση, μια και δεν ήταν στο σύστημα και δεν είχαν συγγενή να συγκρίνουν.

Έπρεπε να βρει την Αμαρυλλίδα. Δεν έπρεπε να κρύβεται τώρα, την καταλάβαινε που φοβόταν, έπρεπε να του λύσει τόσες απορίες.

Έψαξε στη διεύθυνσή της να τη βρει. Με το δικό της DNA θα ταυτοποιούσαν τη μητέρα της. Μα δεν ήταν κανείς ξανά. Γιατί; αναρωτιόταν και ήθελε τόσα να της πει! Ήθελε τόσα να μάθει!

Ρώτησε στη γειτονιά. Μια γειτόνισσα από δίπλα, του εξήγησε ότι η γυναίκα του σπιτιού είναι εξαφανισμένη.

Ευτυχώς είχε κλειδιά και τους άνοιξε το αραχνιασμένο εγκαταλελειμμένο σπίτι που ανήκε στην  Γουέλινγκτον. Μαζί με το συγγραφέα ήταν και η αστυνομία με ανθρώπους του νεκροτομείου.

Θα έβρισκαν οι άνθρωποι του εργαστηρίου  κάτι να συγκρίνουν το DNA, ήταν σίγουρος. Το DNΑ δεν χάνεται ποτέ πάνω σε προσωπικά αντικείμενα. 

 Οι φωτογραφίες στο μπουφέ, του τράβηξαν την προσοχή. Δυο τρεις στην κορνίζα τους με πρόσωπα που κοιτούσε καλά ο Μονόκερως.

-Ξέρετε ποια είναι η μητέρα της Αμαρυλλίδας; ρώτησε τη γειτόνισσα που παρακολουθούσε απορημένη

-Η μητέρα της; Δεν τη γνώρισα ποτέ, ήξερα ότι πέθανε στη γέννα της κόρης της.    Αυτή είναι η μητέρα της όμως, όπως μου είχε πει η Αμαρυλλίδα  και του έδωσε μια φωτογραφία περασμένων χρόνων.  

Εκείνος την κοίταξε...  'Ήταν μια φωτογραφία ασπρόμαυρη πολλών χρόνων, παλιά. 

-Και αυτή η φωτογραφία είναι  η Αμαρυλλίδα λίγο πριν εξαφανιστεί, συνέχισε η γειτόνισσα  κοιτώντας  περίεργα τους ειδικούς της αστυνομίας  να ψάχνουν.

Ο Μονόκερως κοιτούσε απορημένος. Πήρε τη φωτογραφία στα χέρια. Ναι, αυτή ήταν η κοπέλα που ήλθε στο σπίτι του!! Αν είναι δυνατόν...

Τα χέρια του άρχισαν να τρέμουν ανεξέλεγκτα, τα μάτια του είχαν εστιάσει στο πρόσωπο που ήταν εξαφανισμένο εδώ και 5 χρόνια, ενώ εκείνος το είχε συναντήσει πριν μέρες... Απίστευτο!

-Θέλετε να πείτε πως αυτή η κοπέλα στην φωτογραφία  έχει εξαφανιστεί; είπε σχεδόν τραυλίζοντας.

-Εδώ και 5 χρόνια κύριε. Τι καλό κορίτσι. Το σπίτι δικό της, ερήμωσε, κανείς δεν το διεκδικεί αφού δεν έχει κανένα.

''Εκείνη, η Αμαρυλλίδα ήλθε από τους νεκρούς σε μένα'', μονολογούσε. Πώς γίνεται; ''Το πνεύμα της είδα; Είδα μια νεκρή; Είναι δυνατόν να το φαντάστηκα; Μα όχι, πώς βρήκα το δολοφόνο; ''

 Δεν μπορούσε να εξηγήσει το ανεξήγητο,το σκεφτόταν όλες τις επόμενς ημέρες,  μα δεν προσπάθησε κιόλας να βρει λογική εξήγηση, γιατί θα έχανε το μυαλό του σίγουρα.

Τον εμπιστεύτηκε, αυτό του αρκούσε. Και εκείνος δικαίωσε αυτήν την εμπιστοσύνη. Την βοήθησε να αναπαυθεί επιτέλους.

Εκείνος ήταν που  ανέλαβε   την ταφή της  όταν η αστυνομία επιβεβαίωσε ότι η Αμαρυλλίδα ήταν η γραμματέας του  Γιάνγκ, η νεκρή της αποθήκης.

-Γι αυτό μου είπες ψέματα Αμαρυλλίδα, εσύ ήσουν η δολοφονημένη, αλλά δεν θα σε πίστευα αν μου το λεγες... γι αυτό μου είπες για τη μητέρα σου. Ω πόσο πολύ  θα ήθελα να ζούσες να σε γνώριζα... της έλεγε πάνω από τον τάφο της.

Την ώρα που άφηνε στο χώμα τα λίγα λουλούδια που κρατούσε, ένα φως ξεπήδησε από τον τάφο και σχηματίστηκε μπροστά στα έκπληκτα μάτια του ένας Μονόκερως, περήφανος και δυνατός!

 

 


                                                ΤΕΛΟΣ


Αυτή είναι η δική μου συμμετοχή, η δική μου έμπνευση, στο νέο δρώμενο του Γιάννη και του ''ΗΔΥΠΟΤΟΝ'' ''Μια ιδέα -Μια έμπνευση'' Πάνω πάνω είναι η κεντρική ιδέα όπως μας την έδωσε ο Γιάννης και πάνω σ'αυτήν κληθήκαμε να εμπνευστούμε.


Σας ευχαριστώ όσους είχατε την υπομονή να διαβάσετε ως το τέλος
Ευχαριστώ Γιάννη για την ευκαρία δημιουργίας